Μεγαρίδα

Μεγαρίδα
Μεγαρίς
Megarian pottery
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Megaris — This is also the ancient Greek name of a small island off Naples, site of the Castel dell Ovo. Megaris Μεγαρίς Region of Ancient Greece …   Wikipedia

  • Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Πάρνης — ηθος, η, ΝΜΑ, και Πάρνηθα Ν, και σπαν. ὁ, Α όρος τής Αττικής στα όρια της προς τη Μεγαριδα και τη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. Παρνασσός] …   Dictionary of Greek

  • Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • καθιππάζομαι — καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α) 1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.) 3. μτφ. καταστρέφω 4. ιππεύω, καβαλικεύω 5.… …   Dictionary of Greek

  • κρομμυών — Αρχαία πόλη της Κορινθίας. Βρισκόταν κοντά στον Ισθμό, στην παραλία του Σαρωνικού. Ανήκε στη Μεγαρίδα και αργότερα στην Κορινθία. Σώζονται ακόμα ερείπιά της, γνωστά ως Κάστρο, κοντά στον οικισμό Άγιοι Θεόδωροι. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ένας… …   Dictionary of Greek

  • νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… …   Dictionary of Greek

  • πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • πολίχνη — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Θεσσαλονίκης του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται B του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης, της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”